- κλοτσοπάτημα
- το [κλοτσοπατώ]1. ποδοπάτημα, τσαλαπάτημα2. μτφ. περιφρόνηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλοτσοπάτημα — το, ατος ποδοπάτημα, τσαλαπάτημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλωτσοπάτημα — το βλ. κλοτσοπάτημα … Dictionary of Greek
τσαλαπάτημα — το, ατος 1. καταπάτημα, ποδοπάτημα, κλοτσοπάτημα. 2. μτφ., μεγάλη προσβολή, εξευτελισμός: Τσαλαπάτημα της προσωπικότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)